Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpropitious
01
δυσμενής, ακατάλληλος
(of circumstances) unlikely to result in success
Παραδείγματα
The rainy weather was unpropitious for their outdoor wedding plans.
Ο βροχερός καιρός ήταν δυσμενής για τα σχέδια γάμου τους σε εξωτερικό χώρο.
The project 's unpropitious start, with numerous delays and issues, made success seem doubtful.
Η δυσμενής αρχή του έργου, με πολλές καθυστερήσεις και προβλήματα, έκανε την επιτυχία αμφίβολη.
Λεξικό Δέντρο
unpropitious
propitious



























