Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unprovable
01
αναπόδεικτος, αδύνατος να επαληθευτεί
(of a thing) very hard or impossible to demonstrate its truth or validity
Παραδείγματα
The claim that the company will succeed is unprovable at this point.
Ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία θα πετύχει είναι αναπόδεικτος σε αυτό το σημείο.
His theory about the origins of the universe is unprovable with current technology.
Η θεωρία του για την προέλευση του σύμπαντος είναι αναπόδεικτη με την τρέχουσα τεχνολογία.
Λεξικό Δέντρο
unprovable
provable
prove



























