Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unquestionable
01
αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος
allowing no questions or doubts
Παραδείγματα
The team 's victory was unquestionable, as they dominated the game from start to finish.
Η νίκη της ομάδας ήταν αναμφισβήτητη, καθώς κυριάρχησαν στο παιχνίδι από την αρχή μέχρι το τέλος.
His integrity is unquestionable; he has always been honest and trustworthy.
Η ακεραιότητά του είναι αδιαμφισβήτητη· ήταν πάντα ειλικρινής και αξιόπιστος.
Λεξικό Δέντρο
unquestionability
unquestionableness
unquestionable
questionable
question
quest



























