Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
definitive
01
οριστικός, καθοριστικός
settling an issue authoritatively and leaving no room for further doubt or debate
Παραδείγματα
The Supreme Court ruling established definitive legal criteria for determining separation of church and state issues going forward.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθόρισε οριστικά νομικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους στο μέλλον.
Diagnostic tests revealed definitive medical evidence that confirmed the presence of cancer cells in her body.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις αποκάλυψαν οριστικές ιατρικές αποδείξεις που επιβεβαίωσαν την παρουσία καρκινικών κυττάρων στο σώμα της.
02
οριστικός, καθοριστικός
supplying or being a final or conclusive settlement
03
οριστικός, αδιαμφισβήτητος
of recognized authority or excellence
Λεξικό Δέντρο
definitively
definitive
define



























