Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
definitively
01
οριστικά, καθοριστικά
in a way that provides a final and decisive resolution or answer
Παραδείγματα
The DNA test results definitively proved the suspect's innocence.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής DNA απέδειξαν οριστικά την αθωότητα του υπόπτου.
After thorough research, the scientists definitively concluded that the vaccine is effective.
Μετά από ενδελεχή έρευνα, οι επιστήμονες οριστικά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό.
Λεξικό Δέντρο
definitively
definitive
define



























