Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to deforest
01
αποδασώνω, ξεδασώνω
to clear an area of trees, typically by cutting them down extensively
Παραδείγματα
The logging company deforests vast areas each year.
Η εταιρεία υλοτομίας αποδασώνει τεράστιες εκτάσεις κάθε χρόνο.
Last summer, the construction project deforested a large portion of the landscape.
Το περασμένο καλοκαίρι, το έργο κατασκευής αποψίλωσε ένα μεγάλο μέρος του τοπίου.
Λεξικό Δέντρο
deforest
forest



























