Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deforestation
01
αποψίλωση δασών, δασοκάθαρση
the extensive removal of forests, typically causing environmental damage
Παραδείγματα
Large-scale deforestation is driven by the demand for agricultural land.
Η μεγάλης κλίμακας αποψίλωση των δασών προκαλείται από τη ζήτηση για γεωργικές εκτάσεις.
Governments are enacting laws to slow deforestation and protect forests.
Οι κυβερνήσεις θεσπίζουν νόμους για να επιβραδύνουν την αποψίλωση των δασών και να προστατεύουν τα δάση.
02
αποψίλωση, καθαρισμός δασών
a condition of having been cleared of trees
Παραδείγματα
Decades of deforestation have turned the once-green valley into barren land.
Δεκαετίες αποψίλωσης έχουν μετατρέψει την κάποτε πράσινη κοιλάδα σε άγονη γη.
The country ’s rapid urbanization resulted in widespread deforestation across multiple provinces.
Η γρήγορη αστικοποίηση της χώρας οδήγησε σε ευρεία αποψίλωση σε πολλές επαρχίες.



























