Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unprosperous
01
μη ευημερούσα, μη επιτυχημένη
not doing well or not having enough money or success
Παραδείγματα
The region remained largely unprosperous despite efforts to stimulate economic growth.
Η περιοχή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μη ευημερούσα παρά τις προσπάθειες για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης.
The family struggled to make ends meet in their unprosperous neighborhood.
Η οικογένεια αγωνίστηκε να τα βγάλει πέρα στη μη ευημερούσα γειτονιά τους.
Λεξικό Δέντρο
unprosperous
prosperous
prosper



























