
Αναζήτηση
unprofitable
01
ασύμφορος, ζημιογόνος
not generating a profit, gain, or financial benefit
Example
The business decided to close its unprofitable branches to streamline operations and cut losses.
Η επιχείρηση αποφάσισε να κλείσει τα ασύμφορα υποκαταστήματά της για να απλοποιήσει τις λειτουργίες και να μειώσει τις απώλειες.
Despite their best efforts, the new product line proved to be unprofitable for the company.
Παρά τις καλύτερες προσπάθειές τους, η νέα γραμμή προϊόντων αποδείχθηκε ασύμφορη για την εταιρεία.
Οικογένεια λέξεων
profit
Noun
profitable
Adjective
unprofitable
Adjective

Συναφή Λέξεις