unprofitable
un
ʌn
αν
pro
ˈprɑ
πρα
fi
φι
ta
τα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/ʌnpɹˈɒfɪtəbə‍l/

Ορισμός και σημασία του "unprofitable"στα αγγλικά

unprofitable
01

ασύμφορος, ζημιογόνος

not generating a profit, gain, or financial benefit
example
Παραδείγματα
The business decided to close its unprofitable branches to streamline operations and cut losses.
Η επιχείρηση αποφάσισε να κλείσει τα ασύμφορα υποκαταστήματά της για να απλοποιήσει τις λειτουργίες και να μειώσει τις απώλειες.
Despite their best efforts, the new product line proved to be unprofitable for the company.
Παρά τις καλύτερες προσπάθειές τους, η νέα γραμμή προϊόντων αποδείχθηκε ασύμφορη για την εταιρεία.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store