Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unprepossessing
01
μη ελκυστικός, μη εντυπωσιακός
lacking appeal or noticeability
Παραδείγματα
Despite his unprepossessing appearance, he had a warm and engaging personality that won people over.
Παρά την ασήμαντη εμφάνισή του, είχε μια ζεστή και γοητευτική προσωπικότητα που κέρδιζε τους ανθρώπους.
The house may look unprepossessing from the outside, but inside it is beautifully decorated and welcoming.
Το σπίτι μπορεί να φαίνεται αδιάφορο από έξω, αλλά μέσα είναι όμορφα διακοσμημένο και φιλόξενο.
Λεξικό Δέντρο
unprepossessing
prepossessing
prepossess
possess



























