Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpredictably
01
απρόβλεπτα
in a way that cannot be anticipated or foreseen
Παραδείγματα
The weather in the region changes unpredictably throughout the day.
Ο καιρός στην περιοχή αλλάζει απρόβλεπτα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
The stock market behaves unpredictably due to various factors.
Η χρηματιστηριακή αγορά συμπεριφέρεται απρόβλεπτα λόγω διαφόρων παραγόντων.
Λεξικό Δέντρο
unpredictably
predictably
predictable
predict



























