Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ineffectual
01
ανεπιτυχής, αναποτελεσματικός
failing to achieve a desired result
Παραδείγματα
Their ineffectual efforts to stop the leak only made the problem worse.
Οι αναποτελεσματικές προσπάθειές τους να σταματήσουν τη διαρροή μόνο χειροτέρευσαν το πρόβλημα.
The medicine was ineffectual against the new strain of the virus.
Το φάρμακο ήταν αναποτελεσματικό έναντι του νέου στελέχους του ιού.
02
ανεπιτυχής, ανίσχυρος
(of a person) not having the power, authority, or confidence to handle a situation
Παραδείγματα
As a leader, he was ineffectual and failed to inspire his team.
Ως ηγέτης, ήταν αναποτελεσματικός και απέτυχε να εμπνεύσει την ομάδα του.
Her protests were ineffectual and went ignored by the committee.
Οι διαμαρτυρίες της ήταν ανεπιτυχείς και αγνοήθηκαν από την επιτροπή.
03
ανεπιτυχής, άκαρπος
producing no result or effect
Λεξικό Δέντρο
ineffectual
effectual
effect



























