Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ineligible
01
ακατάλληλος
disqualified for a specific position or benefit
02
ακατάλληλος
prohibited by official rules
Λεξικό Δέντρο
ineligible
eligible
elig
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακατάλληλος
ακατάλληλος
Λεξικό Δέντρο