Ineligible
volume
British pronunciation/ɪnˈɛlɪd‍ʒəbə‍l/
American pronunciation/ˌɪˈnɛɫɪdʒəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "ineligible"

ineligible
01

disqualified for a specific position or benefit

02

prohibited by official rules

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store