inefficiently
in
ˌɪn
ιν
e
ɪ
ι
ffi
ˈfɪ
φι
cient
ʃənt
σαντ
ly
li
λι
British pronunciation
/ɪnɪfˈɪʃəntli/

Ορισμός και σημασία του "inefficiently"στα αγγλικά

inefficiently
01

αναποτελεσματικά

in a way that wastes time, resources, or effort
inefficiently definition and meaning
example
Παραδείγματα
The team worked inefficiently, causing the project to take longer than expected.
Η ομάδα εργάστηκε αναποτελεσματικά, με αποτέλεσμα το έργο να διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο.
Due to outdated technology, the computer system operated inefficiently, slowing down daily tasks.
Λόγω παρωχημένης τεχνολογίας, το σύστημα υπολογιστών λειτουργούσε αναποτελεσματικά, επιβραδύνοντας τις καθημερινές εργασίες.

Λεξικό Δέντρο

inefficiently
efficiently
efficient
effici
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store