Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inefficiently
01
αναποτελεσματικά
in a way that wastes time, resources, or effort
Παραδείγματα
The team worked inefficiently, causing the project to take longer than expected.
Η ομάδα εργάστηκε αναποτελεσματικά, με αποτέλεσμα το έργο να διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο.
Due to outdated technology, the computer system operated inefficiently, slowing down daily tasks.
Λόγω παρωχημένης τεχνολογίας, το σύστημα υπολογιστών λειτουργούσε αναποτελεσματικά, επιβραδύνοντας τις καθημερινές εργασίες.
Λεξικό Δέντρο
inefficiently
efficiently
efficient
effici



























