Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ineluctable
01
αναπόφευκτος, απαραίτητος
impossible to avoid or resist
Παραδείγματα
Death is the ineluctable fate of all living beings.
Ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη μοίρα όλων των ζωντανών όντων.
The rise of automation seems ineluctable in modern industries.
Η άνοδος της αυτοματοποίησης φαίνεται αναπόφευκτη στις σύγχρονες βιομηχανίες.
Λεξικό Δέντρο
ineluctability
ineluctably
ineluctable
ineluct



























