Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inequity
01
ανισότητα, αδικία
a situation or something that is lacking in equality or fairness
Παραδείγματα
The inequity in the distribution of resources led to significant disparities between communities.
Η ανισότητα στην κατανομή των πόρων οδήγησε σε σημαντικές διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων.
The social activist dedicated her career to addressing the inequity in healthcare access.
Η κοινωνική ακτιβίστρια αφιέρωσε την καριέρα της στην αντιμετώπιση της ανισότητας στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.
Λεξικό Δέντρο
inequity
equity
equ



























