inequity
in
ˌɪn
ιν
eq
ɛk
εκ
ui
ουα
ty
ti
τι
British pronunciation
/ɪnˈɛkwɪti/

Ορισμός και σημασία του "inequity"στα αγγλικά

01

ανισότητα, αδικία

a situation or something that is lacking in equality or fairness
example
Παραδείγματα
The inequity in the distribution of resources led to significant disparities between communities.
Η ανισότητα στην κατανομή των πόρων οδήγησε σε σημαντικές διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων.
The social activist dedicated her career to addressing the inequity in healthcare access.
Η κοινωνική ακτιβίστρια αφιέρωσε την καριέρα της στην αντιμετώπιση της ανισότητας στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.

Λεξικό Δέντρο

inequity
equity
equ
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store