Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impartial
01
αμερόληπτος, ουδέτερος
not favoring a particular party in a way that enables one to act or decide fairly
Παραδείγματα
The mediator remained impartial throughout the negotiations to ensure a fair outcome.
Ο μεσολαβητής παρέμεινε αμερόληπτος καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για να διασφαλίσει ένα δίκαιο αποτέλεσμα.
An impartial jury is essential for a just trial, free from any biases.
Ένα αμερόληπτο δικαστήριο είναι απαραίτητο για μια δίκαιη δίκη, χωρίς καμία προκατάληψη.
02
αμερόληπτος, ουδέτερος
free from undue bias or preconceived opinions
Λεξικό Δέντρο
impartiality
impartially
impartial
impart



























