Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impassable
01
αδιάβατος, απροσπέλαστος
(of a path) not possible to travel across or through
Λεξικό Δέντρο
impassable
passable
pass
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδιάβατος, απροσπέλαστος
Λεξικό Δέντρο