Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impolitely
01
αγενώς, με αγένεια
in a manner that lacks courtesy or good manners
Παραδείγματα
She impolitely rolled her eyes when her colleague was speaking.
Αγενώς γύρισε τα μάτια της όταν ο συνάδελφός της μιλούσε.
The customer impolitely snapped at the cashier for the delay.
Ο πελάτης απάντησε αγενώς στον ταμία για την καθυστέρηση.
Λεξικό Δέντρο
impolitely
politely
polite



























