Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
implicitly
01
σιωπηρά, με σιωπηρό τρόπο
in a way that is understood or suggested without being directly stated
Παραδείγματα
The instructions implicitly indicated the preferred approach.
Οι οδηγίες σιωπηρά υποδείκνυαν την προτιμώμενη προσέγγιση.
By completing the assigned task, she implicitly agreed to the terms.
Ολοκληρώνοντας την ανατεθείσα εργασία, συμφώνησε σιωπηρά με τους όρους.
02
σιωπηρά, χωρίς αμφιβολία ή αμφισβήτηση
without doubting or questioning
Λεξικό Δέντρο
implicitly
implicit



























