
Αναζήτηση
to implode
01
εκρήγνυμαι προς τα μέσα, καταρρέω προς τα μέσα
to burst, fall, or collapse toward the inside violently
Example
The star 's core imploded, creating a supernova that lit up the galaxy.
Ο πυρήνας του αστεριού κατάρρευσε προς τα μέσα, δημιουργώντας μια υπερκαινοφανή που φώτισε τον γαλαξία.
The experiment went wrong, causing the chamber to implode under intense pressure.
Το πείραμα πήγε στραβά, προκαλώντας την κατάρρευση της κάμερας υπό έντονη πίεση.
02
καταρρέω εσωτερικά, υφίσταμαι ξαφνική κατάρρευση
(of a system, organization, etc.) to experience a sudden or dramatic failure
Example
The company ’s financial instability caused it to implode overnight.
Η οικονομική αστάθεια της εταιρείας οδήγησε στην κατάρρευσή της σε μια νύχτα.
The project started well but eventually imploded due to mismanagement.
Το έργο ξεκίνησε καλά αλλά τελικά κατέρρευσε λόγω κακής διαχείρισης.
2.1
καταρρέω, αποσυντίθεμαι
to bring about the destruction of a system, organization, etc.