Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Impoliteness
01
αγένεια, αγροικία
the quality of being rude or lacking good manners
Παραδείγματα
The teacher warned the students that impoliteness would not be tolerated in class.
Ο δάσκαλος προειδοποίησε τους μαθητές ότι αγένεια δεν θα ανεχόταν στην τάξη.
He was known for his bluntness, which some people mistook for impoliteness.
Ήταν γνωστός για την ειλικρίνειά του, που κάποιοι μπέρδευαν με αγένεια.
Λεξικό Δέντρο
impoliteness
politeness
polite



























