Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unperceivable
01
ακατάληπτος, ανεπαίσθητος
impossible or difficult to perceive by the mind or senses
Λεξικό Δέντρο
unperceivable
perceivable
perceive
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακατάληπτος, ανεπαίσθητος
Λεξικό Δέντρο