Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpasteurized
01
μη παστεριωμένο, που δεν έχει υποστεί πάστεριζα
not having undergone pasteurization
Λεξικό Δέντρο
unpasteurized
pasteurized
pasteurize
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μη παστεριωμένο, που δεν έχει υποστεί πάστεριζα
Λεξικό Δέντρο