Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unmannered
01
αγενής, αναιδής
lacking good manners or social etiquette
Παραδείγματα
His unmannered behavior at the party embarrassed everyone.
Η αγενής συμπεριφορά του στο πάρτι ντρόπιασε όλους.
The child 's unmannered actions disrupted the meeting.
Οι αγενείς πράξεις του παιδιού διέκοψαν τη συνάντηση.
02
φυσικός, χωρίς τεχνητότητα
without artificiality; natural
Λεξικό Δέντρο
unmannered
mannered



























