Unmannered
volume
British pronunciation/ʌnmˈanəd/
American pronunciation/ʌnmˈænɚd/

Ορισμός και Σημασία του "unmannered"

unmannered
01

socially incorrect in behavior

02

without artificiality; natural

word family

mannered

mannered

Adjective

unmannered

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store