incorrect
in
ˌɪn
ιν
co
κα
rrect
ˈrɛkt
ρεκτ
British pronunciation
/ˌɪnkəˈrɛkt/

Ορισμός και σημασία του "incorrect"στα αγγλικά

01

λανθασμένος, ανακριβής

having mistakes or inaccuracies
incorrect definition and meaning
example
Παραδείγματα
His answer was incorrect, so he did n't get full marks.
Η απάντησή του ήταν λανθασμένη, γι' αυτό δεν πήρε το πλήρες σκορ.
She took the incorrect train and ended up in the wrong city.
Πήρε το λάθος τρένο και κατέληξε σε λάθος πόλη.
02

λανθασμένος, ανακριβής

containing faults or defects that lead to errors or malfunctions
incorrect definition and meaning
example
Παραδείγματα
The machine stopped working because of an incorrect wiring setup.
Η μηχανή σταμάτησε να λειτουργεί λόγω λανθασμένης ρύθμισης καλωδίωσης.
His incorrect calculations led to a major financial loss.
Οι λανθασμένοι υπολογισμοί του οδήγησαν σε μεγάλη οικονομική απώλεια.
03

λανθασμένος, ακατάλληλος

not following specific standards, rules, or conventions
example
Παραδείγματα
His incorrect behavior at the meeting was unprofessional.
Η λανθασμένη συμπεριφορά του στη συνάντηση ήταν μη επαγγελματική.
Wearing casual clothes to a formal event is incorrect etiquette.
Το να φοράς χαλαρά ρούχα σε μια επίσημη εκδήλωση είναι ακατάλληλη συμπεριφορά.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store