Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inconvenient
01
άβολος, δύσκολος
causing trouble or difficulty due to a lack of compatibility with one's needs, comfort, or purpose
Παραδείγματα
The broken elevator made reaching the top floor very inconvenient.
Ο χαλασμένος ανελκυστήρας έκανε την πρόσβαση στον τελευταίο όροφο πολύ άβολη.
Her shift change was inconvenient but necessary.
Η αλλαγή βάρδιας της ήταν άβολη αλλά απαραίτητη.
02
άβολος, ανάρμοστος
not happening at a suitable time, often disrupting the normal schedule
Παραδείγματα
The unexpected phone call during an important meeting was highly inconvenient, disrupting the flow of the discussion.
Το απρόσμενο τηλεφώνημα κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής συνάντησης ήταν εξαιρετικά άβολο, διακόπτοντας τη ροή της συζήτησης.
Arriving late to the airport due to heavy traffic was an inconvenient start to the vacation.
Η άφιξη αργά στο αεροδρόμιο λόγω της μεγάλης κίνησης ήταν μια άβολη αρχή των διακοπών.
Λεξικό Δέντρο
inconvenient
convenient
convene



























