Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
faulty
01
ελαττωματικός, κατεστραμμένος
not working properly or as intended
Παραδείγματα
The car was recalled due to faulty brakes that posed a safety risk.
Το αυτοκίνητο ανακλήθηκε λόγω ελαττωματικών φρένων που παρουσίαζαν κίνδυνο ασφαλείας.
She returned the faulty appliance after it stopped functioning within a week.
Επέστρεψε την ελαττωματική συσκευή αφού σταμάτησε να λειτουργεί μέσα σε μια εβδομάδα.
Παραδείγματα
His conclusion was based on faulty assumptions.
Το συμπέρασμά του βασίστηκε σε εσφαλμένες υποθέσεις.
The report contained faulty information that misled the public.
Η έκθεση περιείχε εσφαλμένες πληροφορίες που παραπλάνησαν το κοινό.
Λεξικό Δέντρο
faultily
faultiness
faulty
fault



























