Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
increased
01
αυξημένος, ενισχυμένος
having grown or become larger in amount or degree
Παραδείγματα
Due to the increased demand, the company hired more employees.
Λόγω της αυξημένης ζήτησης, η εταιρεία προσέλαβε περισσότερους υπαλλήλους.
There was an increased need for medical supplies during the pandemic.
Υπήρξε αυξημένη ανάγκη για ιατρικά υλικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Λεξικό Δέντρο
increased
increase



























