Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incredibly
01
απίστευτα, με απίστευτο τρόπο
in a way that defies belief or seems impossible to be true
Παραδείγματα
She recovered incredibly after such a serious accident.
Ανέκαμψε απίστευτα μετά από ένα τόσο σοβαρό ατύχημα.
He acted incredibly for someone with no formal training.
Είχε απίστευτη απόδοση για κάποιον χωρίς επίσημη εκπαίδευση.
02
απίστευτα, εξαιρετικά
to a very great degree
Παραδείγματα
The weather was incredibly hot today.
Ο καιρός ήταν απίστευτα ζεστός σήμερα.
The story she told was incredibly interesting.
Η ιστορία που είπε ήταν απίστευτα ενδιαφέρουσα.
Λεξικό Δέντρο
incredibly
credibly
credible



























