Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incredulous
01
απιστητικός, σκεπτικός
unwilling or unable to believe something
Παραδείγματα
She gave him an incredulous look when he claimed he had met the president.
Του έριξε μια δυσπιστική ματιά όταν ισχυρίστηκε ότι είχε γνωρίσει τον πρόεδρο.
He was incredulous at the news of his sudden promotion.
Ήταν δυσπιστος με την είδηση της ξαφνικής του προαγωγής.
Λεξικό Δέντρο
incredulous
credulous
credul



























