Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incrementally
01
σταδιακά, προοδευτικά
with small changes or additions happening gradually over time
Παραδείγματα
The software is being improved incrementally through regular updates.
Το λογισμικό βελτιώνεται σταδιακά μέσω τακτικών ενημερώσεων.
The company increased its sales incrementally over the past quarter.
Η εταιρεία αύξησε τις πωλήσεις της σταδιακά το τελευταίο τρίμηνο.
Λεξικό Δέντρο
incrementally
incremental
increment



























