Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Incrimination
01
εμπλοκή, κατηγορία
the act of suggesting that someone is guilty, particularly of a crime
Λεξικό Δέντρο
incrimination
incriminate
criminate
crime
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εμπλοκή, κατηγορία
Λεξικό Δέντρο