Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Incubator
01
θερμοκοιτίδα, επωαστήρας
a piece of equipment used to help babies who are weak or born too early survive by providing a controlled environmental conditions
Λεξικό Δέντρο
incubator
incubate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θερμοκοιτίδα, επωαστήρας
Λεξικό Δέντρο