Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
erroneous
01
λανθασμένος, ανακριβής
mistaken or inaccurate due to flaws in reasoning, evidence, or factual support
Παραδείγματα
The report contained several erroneous conclusions based on faulty data.
Η έκθεση περιελάμβανε αρκετά λανθασμένα συμπεράσματα που βασίζονταν σε ελαττωματικά δεδομένα.
His belief that the project would fail was erroneous, given the strong evidence of success.
Η πεποίθησή του ότι το έργο θα απέτυχε ήταν λανθασμένη, δεδομένων των ισχυρών αποδείξεων επιτυχίας.
Λεξικό Δέντρο
erroneously
erroneousness
erroneous
err



























