Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
erroneously
01
λανθασμένα, ακατάλληλα
in an inaccurate or unsuitable way
Παραδείγματα
The data was erroneously entered into the system, leading to incorrect calculations.
Τα δεδομένα εισήχθησαν λανθασμένα στο σύστημα, οδηγώντας σε λανθασμένους υπολογισμούς.
The news article erroneously reported the event's date, causing confusion among readers.
Το άρθρο ειδήσεων ανέφερε λανθασμένα την ημερομηνία της εκδήλωσης, προκαλώντας σύγχυση στους αναγνώστες.
Λεξικό Δέντρο
erroneously
erroneous
err



























