Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
falsely
Παραδείγματα
She nodded falsely, pretending to agree with the proposal.
Έγνεψε ψεύτικα, προσποιούμενη ότι συμφωνεί με την πρόταση.
He laughed falsely, trying to hide his discomfort.
Γέλασε ψεύτικα, προσπαθώντας να κρύψει την ενόχλησή του.
02
ψευδώς, λανθασμένα
in a way that is not correct
Παραδείγματα
She falsely accused him of stealing.
Τον κατηγόρησε ψευδώς για κλοπή.
The report was falsely claiming that the company had made a profit.
Η αναφορά ισχυριζόταν λανθασμένα ότι η εταιρεία είχε κάνει κέρδος.
2.1
ψευδώς, δολίως
in a way that is dishonest or against legal or procedural standards
Παραδείγματα
He was convicted for falsely reporting his income on tax forms.
Καταδικάστηκε για ψευδή δήλωση του εισοδήματός του σε φορολογικά έντυπα.
She admitted to falsely signing her supervisor's name on the approval sheet.
Παραδέχτηκε ότι υπέγραψε ψευδώς το όνομα του επόπτη της στο φύλλο έγκρισης.
Λεξικό Δέντρο
falsely
false



























