Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
erratic
01
απρόβλεπτος, ασταθής
having a strong potential for sudden variations or fluctuations that cannot be predicted
Παραδείγματα
His erratic behavior at the meeting made everyone uncomfortable.
Η απρόβλεπτη συμπεριφορά του στη συνάντηση έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
The team 's erratic performance led to unpredictable game results.
Η ασταθής απόδοση της ομάδας οδήγησε σε απρόβλεπτα αποτελέσματα παιχνιδιού.
Παραδείγματα
The erratic movement of the pendulum made it difficult to measure time accurately.
Η ακανόνιστη κίνηση του εκκρεμούς έκανε δύσκολη την ακριβή μέτρηση του χρόνου.
The erratic swaying of the boat caused many passengers to feel seasick.
Η ασταθής ταλάντευση του σκάφους προκάλεσε σε πολλούς επιβάτες να νιώσουν ναυτία.



























