Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
changeful
01
μεταβλητός, ασταθής
having a tendency to shift or transform frequently, marked by constant variation or unpredictability
Παραδείγματα
The changeful weather made it necessary to carry both an umbrella and sunglasses.
Ο μεταβλητός καιρός έκανε απαραίτητο να κουβαλάμε και ομπρέλα και γυαλιά ηλίου.
He lived a changeful life, never staying in one place for too long.
Έζησε μια αλλασσόμενη ζωή, δεν έμεινε ποτέ σε ένα μέρος για πολύ καιρό.
Λεξικό Δέντρο
changefulness
changeful
change



























