Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
changed
01
αλλαγμένος, μεταμορφωμένος
altered or transformed in nature or appearance
Παραδείγματα
The changed landscape bore little resemblance to its previous state after the storm.
Το αλλαγμένο τοπίο έφερε ελάχιστη ομοιότητα με την προηγούμενη κατάστασή του μετά τη θύελλα.
The changed recipe resulted in a more flavorful dish.
Η αλλαγμένη συνταγή οδήγησε σε ένα πιο γευστικό πιάτο.
02
αλλαγμένος, τροποποιημένος
made or become different in some respect
03
αλλαγμένος, μεταμορφωμένος
changed in constitution or structure or composition by metamorphism
Λεξικό Δέντρο
unchanged
changed
change



























