Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
erratically
01
αναρχικά, με απρόβλεπτο τρόπο
in a manner that is unpredictable or irregular
Παραδείγματα
The car moved erratically, swerving from side to side on the road.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε αναρχικά, ελίσσοντας από τη μια πλευρά στην άλλη στο δρόμο.
His behavior at the party was erratically energetic, then suddenly withdrawn.
Η συμπεριφορά του στο πάρτι ήταν απρόβλεπτα ενεργητική, μετά ξαφνικά αποσυρμένη.



























