Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
improper
01
ακατάλληλος, ανάρμοστος
unfit for a particular person, thing, or situation
Παραδείγματα
Using informal language in a professional email is considered improper communication.
Η χρήση ανεπίσημης γλώσσας σε ένα επαγγελματικό email θεωρείται ακατάλληλη επικοινωνία.
Allowing children to watch mature content is improper parental supervision.
Το να επιτρέπεται στα παιδιά να βλέπουν ώριμο περιεχόμενο είναι ακατάλληλη γονεϊκή επίβλεψη.
02
ακατάλληλος, ανάρμοστος
not conforming to legality, moral law, or social convention
03
ακατάλληλος, ανάρμοστος
unsuitable or inappropriate for the intended context or situation
Παραδείγματα
Wearing casual clothes to a formal event was considered improper.
Το να φοράς καθημερινά ρούχα σε μια επίσημη εκδήλωση θεωρούνταν ακατάλληλο.
His improper behavior at the meeting surprised his colleagues.
Η ακατάλληλη συμπεριφορά του στη συνάντηση έκπληξε τους συναδέλφους του.
Λεξικό Δέντρο
improper
proper



























