Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
improvable
01
βελτιώσιμος, βελτιωτέος
capable of being improved or made better
Παραδείγματα
The design of the product is improvable with some adjustments.
Ο σχεδιασμός του προϊόντος είναι βελτιώσιμος με κάποιες προσαρμογές.
His skills are improvable with more practice.
Οι δεξιότητές του είναι βελτιώσιμες με περισσότερη εξάσκηση.
Λεξικό Δέντρο
improvable
provable
prove



























