Improvable
volume
British pronunciation/ɪmpɹˈuːvəbəl/
American pronunciation/ɪmpɹˈuːvəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "improvable"

improvable
01

capable of being enhanced

improvable

adj

provable

adj

prove

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store