Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
grueling
01
εξαντλητικός, κουραστικός
extremely tiring and demanding strenuous effort and perseverance
Παραδείγματα
The marathon runners faced a grueling challenge as they pushed themselves to complete the race.
Οι μαραθωνοδρόμοι αντιμετώπισαν μια επίπονη πρόκληση καθώς πιέζονταν να ολοκληρώσουν τον αγώνα.
The hikers embarked on a grueling trek through the mountains, enduring steep climbs and harsh weather.
Οι πεζοπόροι ξεκίνησαν μια επίπονη πορεία μέσα από τα βουνά, αντέχοντας απότομες αναβάσεις και σκληρό καιρό.



























