Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gruff
01
τραχύς, αγενής
characterized by a rough and deep tone, often sounding harsh
Παραδείγματα
The old sailor 's gruff voice carried across the deck as he shouted orders to the crew.
Η βραχνή φωνή του γέροντα ναυτικού ακουγόταν σε όλη την καταστρωμα ενώ φώναζε εντολές στο πλήρωμα.
Despite his gruff tone, there was a hint of kindness in the way he spoke to the frightened child.
Παρά τον τραχύ του τόνο, υπήρχε μια υπόνοια καλοσύνης στον τρόπο που μίλησε στο φοβισμένο παιδί.
02
αγενής, απότομος
brusque and surly and forbidding



























