Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gruesome
01
φρικιαστικός, τρομακτικός
causing extreme fear, shock, or disgust
Παραδείγματα
The crime scene was too gruesome for most people to describe.
Το σκηνικό του εγκλήματος ήταν πολύ φρικιαστικό για να το περιγράψουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
The movie included several gruesome scenes that shocked the audience.
Η ταινία περιλάμβανε αρκετές φρικιαστικές σκηνές που σόκαραν το κοινό.



























