Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
horrendous
01
φρικτός, τρομακτικός
causing intense shock, fear, or disgust
Παραδείγματα
The survivors of the accident described the scene as horrendous, with mangled wreckage scattered across the highway.
Οι επιζώντες του ατυχήματος περιέγραψαν τη σκηνή ως φρικτή, με θρυμματισμένα συντρίμμια σκορπισμένα στον αυτοκινητόδρομο.
The victim 's family had to endure the horrendous details of the crime during the court proceedings.
Η οικογένεια του θύματος έπρεπε να αντέξει τις φρικτές λεπτομέρειες του εγκλήματος κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.



























