Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
horrific
01
φρικιαστικός, τρομακτικός
causing intense fear, shock, or disgust
Παραδείγματα
The movie 's special effects created a horrific scene of monsters attacking the city.
Τα ειδικά εφέ της ταινίας δημιούργησαν μια τρομακτική σκηνή με τέρατα που επιτίθενται στην πόλη.
The news of the natural disaster was horrific, with images of destruction everywhere.
Τα νέα για τη φυσική καταστροφή ήταν τρομακτικά, με εικόνες καταστροφής παντού.



























