dismaying
dis
dɪs
ντισ
maying
ˈmeɪɪng
μειινγκ
British pronunciation
/dɪsmˈe‍ɪɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "dismaying"στα αγγλικά

01

αποκαρδιωτικός, αποθαρρυντικός

causing concern or disappointment
example
Παραδείγματα
The dismaying news of the economic downturn affected businesses and individuals alike.
Τα απογοητευτικά νέα της οικονομικής ύφεσης επηρέασαν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα άτομα.
The dismaying results of the experiment indicated a flaw in the research methodology.
Τα απογοητευτικά αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ένα ελάττωμα στη μεθοδολογία της έρευνας.

Λεξικό Δέντρο

dismaying
dismay
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store