Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dismaying
01
αποκαρδιωτικός, αποθαρρυντικός
causing concern or disappointment
Παραδείγματα
The dismaying news of the economic downturn affected businesses and individuals alike.
Τα απογοητευτικά νέα της οικονομικής ύφεσης επηρέασαν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα άτομα.
The dismaying results of the experiment indicated a flaw in the research methodology.
Τα απογοητευτικά αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ένα ελάττωμα στη μεθοδολογία της έρευνας.
Λεξικό Δέντρο
dismaying
dismay



























